ἐπάξας

ἐπάξας
ἐπάξας s. ἐπάγω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπᾴξας — ἐπᾴξᾱς , ἐπᾴσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπᾴξᾱς , ἐπαίσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπᾴξᾱς , ἐπαίσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπά̱ϊ̱ξας , ἐπαίσσω rush… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάξας — ἐπά̱ξᾱς , ἐπάγνυμι break aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπάξᾱς , ἐπάγω bring on aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαΐσσω — ἐπαΐσσω (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ ἄρ ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.) (και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ ἐπάξας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”